- μασχαλίς
- η (Α μασχαλίς, -ίδος) [μασχάλη]νεοελλ.παλαιότερη ονομασία τής παραφυάδας, τού παραβλαστήματος που φυτρώνει κοντά στη ρίζα τού δέντρου και λέγεται κν. κωλορίζι, ή τού βλαστού τού δέντρου που χρησιμοποιείται ως μόσχευμααρχ.1. μασχάλη φυτού, το κοίλωμα που υπάρχει κάτω από νέο βλαστό δέντρου ή άλλου φυτού2. μασχαλιστήρας, ιμάντας που περιζώνει το άλογο ακριβώς πίσω από τους ώμους του και προσδένεται στον ζυγό3. ζώνη που συγκρατεί τη σέλα ή το σαμάρι τών υποζυγίων.
Dictionary of Greek. 2013.